Είναι ένα αυτοβιογραφικό τραγούδι, όπως πολλά τραγούδια του Μάρκου, με τις συνήθεις δόσεις υπερβολής του, το οποίο έγραψε με αφορμή ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή του.
Όταν ο Βαμβακάρης ήρθε στον Πειραιά το 1917 από τη Σύρο ήταν μόλις 12 χρόνων. Αφού έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού μέχρι το 1925, την επόμενη δεκαετία δούλεψε ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιώς - Αθηνών. Παράλληλα μάθαινε μπουζούκι στου Καραϊσκάκη, υποσχόμενος στον εαυτό του ότι αν δεν μάθει θα έκοβε τα δάχτυλά του με χασαπομάχαιρο. Την εποχή εκείνη ερωτεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Ελένη Μαυροειδή (γνωστή με το όνομα Ζιγκοάλα). Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχθηκε ατυχέστατος στον γάμο του με τη Ζιγκοάλα. Τον απατούσε ακόμη και με τους καλύτερούς του φίλους, γεγονός που γινόταν αιτία να ξεσπούν άγριοι καβγάδες μεταξύ του Μάρκου και του αδελφού του, αλλά ο Μάρκος εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένος μαζί της. Τελικά κατάλαβε ότι δεν πάει άλλο και αποφάσισε να χωρίσει με την Ελένη, όμως και μετά το διαζύγιο εκείνη εξακολουθούσε να τον βασανίζει, κυρίως με τις διαρκείς οικονομικές απαιτήσεις της.
Όταν ο Βαμβακάρης ήρθε στον Πειραιά το 1917 από τη Σύρο ήταν μόλις 12 χρόνων. Αφού έκανε διάφορες δουλειές του ποδαριού μέχρι το 1925, την επόμενη δεκαετία δούλεψε ως εκδορέας στα δημοτικά σφαγεία Πειραιώς - Αθηνών. Παράλληλα μάθαινε μπουζούκι στου Καραϊσκάκη, υποσχόμενος στον εαυτό του ότι αν δεν μάθει θα έκοβε τα δάχτυλά του με χασαπομάχαιρο. Την εποχή εκείνη ερωτεύεται την πρώτη του γυναίκα, την Ελένη Μαυροειδή (γνωστή με το όνομα Ζιγκοάλα). Ο Μάρκος Βαμβακάρης αποδείχθηκε ατυχέστατος στον γάμο του με τη Ζιγκοάλα. Τον απατούσε ακόμη και με τους καλύτερούς του φίλους, γεγονός που γινόταν αιτία να ξεσπούν άγριοι καβγάδες μεταξύ του Μάρκου και του αδελφού του, αλλά ο Μάρκος εξακολουθούσε να είναι ερωτευμένος μαζί της. Τελικά κατάλαβε ότι δεν πάει άλλο και αποφάσισε να χωρίσει με την Ελένη, όμως και μετά το διαζύγιο εκείνη εξακολουθούσε να τον βασανίζει, κυρίως με τις διαρκείς οικονομικές απαιτήσεις της.